ακτήμων

ακτήμων
(-ονος), -ον (Α ἀκτήμων) (συνήθως το άρσ. ως ουσιαστικό)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν είναι κάτοχος κτηματικής περιουσίας
2. (Αγροτ. Νομοθ.) «ακτήμονες καλλιεργητές» — καλλιεργητές ξένων αγροτικών κτημάτων, κολλήγοι
αρχ.
αυτός που δεν έχει περιουσία ή χρήματα, φτωχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ + -κτήμων < κτῆμα.
ΠΑΡ. ακτημοσύνη
μσν.
ἀκτημονῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀκτήμων — without property masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιωάννης ο Ακτήμων — (John Lackland, Οξφόρδη 1167 – Νιούαρκ 1216).Βασιλιάς της Αγγλίας (1199 1216). Τελευταίος γιος του Ερρίκου B’ και της Ελεονόρας της Ακουιτανίας, δεν πήρε μερίδιο κατά τη διανομή των πατρικών κτήσεων· σε αυτό οφείλεται και η προσωνυμία του. Αν και …   Dictionary of Greek

  • ἀκτήμονα — ἀκτήμων without property neut nom/voc/acc pl ἀκτήμων without property masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκτημονέστατος — ἀκτήμων without property masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκτημόνων — ἀκτήμων without property gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκτήμονας — ἀκτήμων without property masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκτήμονες — ἀκτήμων without property masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκτήμονι — ἀκτήμων without property dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκτήμονος — ἀκτήμων without property gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκτήμοσι — ἀκτήμων without property dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”