- ακτήμων
- (-ονος), -ον (Α ἀκτήμων) (συνήθως το άρσ. ως ουσιαστικό)νεοελλ.1. αυτός που δεν είναι κάτοχος κτηματικής περιουσίας2. (Αγροτ. Νομοθ.) «ακτήμονες καλλιεργητές» — καλλιεργητές ξένων αγροτικών κτημάτων, κολλήγοιαρχ.αυτός που δεν έχει περιουσία ή χρήματα, φτωχός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ + -κτήμων < κτῆμα.ΠΑΡ. ακτημοσύνημσν.ἀκτημονῶ].
Dictionary of Greek. 2013.